βλέννας

βλέννας
βλέννᾱς , βλέννα
mucous discharge
fem acc pl
βλέννᾱς , βλέννα
mucous discharge
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • βλεννώδης — ες (Α βλεννώδης) [βλέννα] 1. όμοιος με βλέννα 2. ανατομικό ή παθολογοανατομικό στοιχείο που έχει τη μορφή βλέννας ή παράγει βλέννα …   Dictionary of Greek

  • διάρροια — Σύμπτωμα των εντερικών παθήσεων, δηλητηριάσεων ή άλλων παθολογικών καταστάσεων που συνίσταται σε χαλαρές και συχνές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν μεγάλη ποσότητα νερού, αίματος, πύου, βλέννας ή λίπους. Εκτός από τις εντερικές παθήσεις… …   Dictionary of Greek

  • κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • κοκκύτης — και κοκίτης, ο ιατρ. οξεία και εξαιρετικά μεταδοτική νόσος τού αναπνευστικού συστήματος, η οποία, στην τυπική της μορφή, χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς βήχα που συνοδεύονται από παρατεταμένη εισπνοή εισπνευστικό συριγμό και τελειώνουν με την… …   Dictionary of Greek

  • κυκλόστομοι — (cyclostomata). Τάξη άγναθων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει 45 είδη. Έχουν κυλινδρικό, επίμηκες σώμα, εφοδιασμένο μόνο με άζυγα πτερύγια· το νωτιαίο πτερύγιο προεκτείνεται σχηματίζοντας το ουραίο και το εδρικό πτερύγιο. Το δέρμα είναι γυμνό, λείο… …   Dictionary of Greek

  • κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… …   Dictionary of Greek

  • μεταλδεΰδη — Κυκλικό πολυμερές της ακεταλδεΰδης, με χημικό τύπο C8H16O4 ή (C2H4O)4. Η χημική της ονομασία είναι 2,4,6,8 τετραμέθυλ 1,3,5,7 τετραοξοκυκλο οκτάνιο, ενώ εμπορικά είναι γνωστή και με την ονομασία μέτα. Πρόκειται για λευκή έως άχρωμη στερεή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”